top of page

Στα χωράφια του Φλεβάρη

Στα χωράφια του Φλεβάρη

βουλιάζουν και τα βότσαλα.

Βαλσαμωμένες, αποκοιμισμένες σοδιές,

σαν υστερόγραφο εγκυμοσύνης.

Μια πεντάρα άστρα

δολοφονημένα στην σκιά του σεληνόφωτος.

Ακουμπάω τα μάτια μου

στους ζεστούς σβόλους της κακουχίας

και φυτεύω μύριες αχτίδες

στα βαθιά.

Κανείς δε με γνωρίζει τώρα εδώ.

Κοιτάζω αμίλητος,

σαν λιωμένο βλαστάρι.

Όταν γιομίζει το ηλιοβασίλεμα

και επιστρέφεις κι εσύ,

την λάσπη κάνω

να μοσχοβολά.

Από την συλλογή

Κάποιος φώναξε το όνομα σου

Άδειασα μια χούφτα δροσόφυλλα.

 

Άδειασα μια χούφτα δροσόφυλλα

στον κήπο των ντροπαλών κοριτσιών

της παλιάς μου γειτονιάς.

Ταξίδεψα για λίγο με τα ξενύχτια τους.

Δανείστηκα το αθώο γέλιο τους

και γοργοξύπνησα

από το βλέμμα μιας ξανθιάς.

Το χαμόγελο της χανότανε μέσα στα αστέρια

μαζί με τα φιλιά. Ανέβηκα στα σκαλιά

των σφυγμών της και έδεσα

στο πιο βαθύ λιμάνι του βοριά

Από την συλλογή

Έτσι ζουν οι άνεμοι

Φόρεσα το άσπρο μου πουκάμισο.

 

Φόρεσα το άσπρο μου πουκάμισο
και βγήκα να σε περιμένω

στην πρώτη στροφή του δρόμου.
Βορινό αεράκι έγερνε
και έσπαγε στα δύο την νύχτα.

Ατελείωτη προσμονή.
Αναβοσβήνει σαν πυγολαμπίδα.

Αν είναι να έρθεις, να έρθεις τώρα.

Με είδε η σελήνη και γέλασε μαζί μου.

Έκατσε στην πρώτη πέτρα
και φάνηκε το πρόσωπό της. 

 

Από την συλλογή 

Κόκκινη Μηλιά        

Ένα άρρωστο φεγγάρι.

Ένα άρρωστο φεγγάρι διαρρέει στις στάχτες των αποσκευών.

Τρύπιο και βουβό στο κομπολόι των απόντων.

Σκιές πικρίας που έρχονται και χάνονται,

σαν φωνές δίδυμων μικρών παιδιών.

Καίγονται τα δειλινά μας στους αμμόλοφους της σιγής. Φορεμένα με νεκρά, αθώα, άδεια μάτια.

Σάββατα των ψυχών,

σιωπητήριο των νεκρών κορμών.

Λεηλατημένα στην ορφάνια.

Δικά μου, μύρια ποιητικά κεριά,

αναμμένα σαν ψηλά δέντρα

που καίγονται και σβήνουν όρθια. Για σας.

Από την συλλογή

Μελτέμια της Τροίας

Θα έρθω με την βοή του ακατάπαυστου ανέμου.

 

Θα έρθω με την βοή του ακατάπαυστου ανέμου

και την φωνή του κορακιού.

Θα ταρακουνήσω τις καλαμιές,

θα επαναφέρω τις καμπάνες των εσπεριδοειδών

και θα ρίξω και πάλι πάνω στο τζάμι σου

το πρώτο λιθάρι του τρελού.  

Πότιζα για πολλά χρόνια

μια ξερή καλαμιά

με μια χούφτα λιμνοθάλασσα.

Αν κάποτε πεθάνεις,

δεν θα είσαι εσύ. 

Από την συλλογή

Εννέα χιλιάδες στίχοι για 9.000 Μάρες

Εμείς καθορίζουμε τις αξίες μας.

 

Εμείς καθορίζουμε τις αξίες μας.
Τις παρακμές, τις καταδίκες.
Εξελισσόμαστε. Αλλιώτικοι, ισχυροί,
πιο πονηροί, πιο φευγαλέοι, δήθεν πιο θηλυκοί.

Παριστάνουμε τους δυνατούς, τους ταπεινούς
δίχως να διαθέτουμε καμία ταπεινοφροσύνη.

Σαν συννεφιασμένα, παμπάλαια άστρα
που τα σκοτεινιάζουν πιο πολύ οι γαλαξίες των αμφιβολιών μας.

Λάλημα του πετεινού που τρυπάει την νύχτα 
και το υποσυνείδητό μου.
Γυρίζει την σκέψη. Ανασκευασμένη και αυτή.

Από την συλλογή

Ακροκεραύνια

bottom of page