top of page

Θα σου ξαναγράψω για τους κεραυνούς.

 

Θα σου ξαναγράψω για τους κεραυνούς. 
Γράμματα καρφωμένα στην πλάτη του ουρανού. 
Αντίγραφα αναστάσιμα που ανάβουν το στήθος του σύμπαντος. 
Αναποφάσιστος κάτω από το απότομο νύχτωμα του φεγγαριού.

Όλα τα αέρινα σύννεφα 
σ' ένα και μόνο χρησμό. 
Να σπαράζουν την Δωδώνη.

Πέτρες του τόπου μου.  Ασάλευτες. 
Να τις στρέφουν άλλου
και αυτές κίονες.

Θα στρίψω την πλάτη των βράχων. 

 

Θα στρίψω την πλάτη των βράχων 
και θα ανάψω εκεί ψηλά μια μεγάλη λαμπάδα.
Για σένα. 
Να σπαράξω τις φωλιές των αετών.

Να φωτίζει το μυαλό του κάθε περαστικού
και να ανοίγει δρόμους μέσα στην νύχτα.

Δεν υπάρχουν σύνορα εκεί πάνω.
Μόνο σκορπισμένοι άνεμοι
που σμιλεύουν ακόμα και τους βράχους.

Δε μας φτάνει ο ουρανός.

 

Δε μας φτάνει ο ουρανός. 
Εκείνος ψηλώνει 
και εμείς πέφτουμε πιο χαμηλά.

Τα άστρα,
σαν τραβηγμένες κουρτίνες
στάζουν μοναξιά 
και μπαίνουν σε άλλη τροχιά.

Τις ώρες τις πρωινές 
τα πιο στεγανά άστρα 
ανοίγουν τις φλέβες
να βυζάξουν τα παιδιά.

Η νύχτα εκεί πέρα 
μοιάζει με στοιχειό,
που δαγκώνει την ίδια την ουρά της.

Ημίγυμνη,  ξελογιασμένη σελήνη. 

 

Ημίγυμνη,  ξελογιασμένη σελήνη 
μιλάει κρυφά με τα αστέρια
και με τον ήλιο που την πόνεσε.

Στις παρυφές του ουρανού.
Κορμί που σπαρταράει 
σαν έφηβο κορίτσι.

Πανσέληνος απόψε στα ανάκτορα μου. 
Με θεούς να ξαγρυπνούν 
και ένα ανδρικό βλέμμα να ρέει.

Ημίγυμνη, ξελογιασμένη σελήνη 
πέρασε απόψε όλα τα φανάρια 
με κόκκινο.

Έσφιγγα στα χέρια μου τα σύμβολα.

 

Έσφιγγα στα χέρια μου τα σύμβολα.
Το στήθος της Ιθάκης.
Μυστήρια και μυστικά του Οδυσσέα
που μου έκρυβαν εκεί πέρα τα μάρμαρα.

Ώσπου να σηκώνονταν όρθιοι οι θνητοί, 
κομμάτιαζα την σάρκα του σπαραγμού
και σφράγιζα την γη.

Έβαλα γοργόνες, πολλές γοργόνες σε πηγές. 
Άνεμοι που θύμωσαν μαζί μου 
και κεραυνοί που κροτάλιζαν τριγύρω.

Έπλασα την γενιά μου στις φτέρες της γραφής. 
Ήρθε δίπλα μου και ο Δίας.
Γεννούσε τα τέκνα του. 
Φως που ανέβαινε και γινότανε επουράνιο σώμα.

Σε είπα δόλια γιατί μοιάζεις την μάνα μου.

 

Σε είπα δόλια γιατί μοιάζεις την μάνα μου. 
Βαθύ πηγάδι. Γλυκύτατο. Με μαύρο μαντίλι 
σαν ψηλή κορφή. 
Άκρη σε άκρη σηκώνεις πυρετούς.
Μερώνεις το σούρουπο.

Τρίβεις ακόμα πικρό ψωμί 
στα απομεσήμερά μου.

Σε είπα λάβαρο, γιατί ανεμίζεις την πατρίδα μου. 
Χορτάτο, γιατί ζεσταίνεις τον ήλιο μου.

Όπου και να είμαι, 
ακόμα και ανάσκελα
περπατάς πάνω από τα κόκαλά μου.

Θέλει δύο αυτή η νύχτα. 

 

θέλει δύο αυτή η νύχτα 
να την περπατήσεις.

Κάτω από τον ντροπαλό Γαλαξία 
τα μαλλιά σου 
ψιθύριζαν και μαλώνανε με τα σκοτάδια.

Τα παιδικά μας άστρα 
κρατιόνταν από τα δάκτυλά μας.

Έπεφταν βρεγμένα 
έβλεπαν, άκουγαν ή μιλούσαν;

Όλη την νύχτα
τα μάτια μου γλιστρούσαν μέσα στα δικά σου.

Απόκρημνη ζωγραφική. 
Σαν κρυφή προσευχή.

Δώσε μου το χέρι σου ξεριζωμένη μου ροδιά.

 

Δώσε μου το χέρι σου ξεριζωμένη μου ροδιά. 
Σφαγμένη, ανδρωμένη μου ροδιά
που εκεί πέρα σε πετροβολούν ακόμα.

Αγκάθια, σπασμένα κλαριά 
και κόκκινες πλεξούδες 
με σκοτωμένα πουλιά.

Κόκκινη, φωτεινή, καρπερή ροδιά!
Μπερδεμένο μου μονόγραμμα
που τρυπάει τον ορίζοντα 
και με κυκλώνει από παντού.

Ροδιά της γειτονιάς μου! 
Όρθια,  σαν μια μεγάλη αγκαλιά.

Εσύ συνέχεια φεύγεις.

 

Εσύ συνέχεια φεύγεις
σαν σχοινάκι της βροχής.

Το τραβάς δειλά – δειλά
και ύστερα το ξετυλίγεις.

Η απουσία σου
σαν βροχή,
πέφτει πάνω μου.

bottom of page