top of page

Σε κοιτάζουν σαν ξένο.

 

Στους δρόμους της Αθήνας

σε κοιτάζουν σαν ξένο.

Κανένας δεν κοκκινίζει από τη ντροπή του,

όταν βλέπουν να αδειάζει το βλέμμα σου.

Κανένας δεν αγανακτεί μαζί σου,

κανένας δε γελά με τις αμφιβολίες σου.

Ακόμη και οι πιο προικισμένοι άνδρες ,

ακόμη και οι πιο ευγενικές γυναίκες

δεν ξέρω ποια τρέλα κουβαλάνε.

Δεν θα μας πείσει κανείς,

να μην φύγουμε μακριά,

να μην τους αντικρίζουμε.

Απόψε στην Αθήνα βρέχει

κι εγώ ψάχνω να βρω το μίσος της λογικής.

Πίσω από εκεί κρύβονται τα άστρα του χωριού μου.

 

Πίσω από εκεί

κρύβονται τα άστρα του χωριού μου.

Εκεί πάνω, στο διάστημα

τα τιμωρούν αφύσικοι άνθρωποι.

Γέμισε σκόνη ο γαλαξίας μου.

Πείθω τον εαυτόν μου,

να μην παραμείνω θεατής

της μικρής και μεγάλης αρκούδας.

Ξαπλώνω πάνω σου,

σαν να ξαπλώνω στην αθωότητα των περιγραμμάτων του φωτός

και καπνίζω το πούρο της περίσκεψής μου.

Σκοτείνιασε ο ουρανός μου.

 

Σκοτείνιασε ο ουρανός μου

στην αιφνίδια άφιξή σου.

Γνωστό περπάτημα, που μου έλειψε και πρόβαλε.

Ανηφόρες, που ανεβήκαμε μαζί

ξαπλωμένοι στον ίδιο ήλιο.

Τόσα χρόνια στον τόπο μου έφτιαχνα ένα πρόσωπο χωρίς μέλλον.

Σαν να μπήκα σε βαθιά σπηλιά.

Υπόδειξη ζωής, να ξέρω τι ζήτω

και τι θέλω να μάθω.

Αν τύχει και ξαναβρεθούμε,

δε θα ήθελα ποτέ απρόοπτα.

Πέφτω στα πόδια μιας καρυάτιδας.

 

Πέφτω στα πόδια μιας καρυάτιδας και ξεσκεπάζομαι. 

Γαργαλιστική επιφάνεια και λεπτή, ριγωτή επιδερμίδα.

Σκύβω και υποκλίνομαι στο μάρμαρό της.

Κλεμμένο, επινοητικό πνεύμα.

Ξένο, αναπαυτικό μουσείο, που ερεθίζεις την ηρεμία της ψυχής μου.

Διώχνεις την πλήξη του διπλανού επισκέπτη,

που και αυτός, όπως εγώ, μυρίζει κρασί, ελιά και κουπί.

Πέφτω στα πόδια μιας καρυάτιδας.

Ευρωπαϊκό βότανο, που ενεργεί σε όλο το σώμα μου,

με αποκρουστικά αιφνίδιο τρόπο.

Τα δικά μας πουλιά, τα ψαροπούλια μας .

 

Τα δικά μας πουλιά, τα ψαροπούλια μας ,

δεν γεννούν τα αυγά τους την άνοιξη.

Τα λέει και ο μύθος.

Τα δικά μας ορεινά βορειοδυτικά πουλιά

κλωσούν τα αυγά τους το χειμώνα.

Βαρυχειμωνιά στα μανιασμένα κύματα

της θάλασσας του Ιανουαρίου.

Μας άρπαξαν κάποιοι τα αυγά

και μας έκαναν να σπαρταράμε σε αφιλόξενα μέρη.

Μας τιμώρησαν ακόμα και οι δώδεκα θεοί,

σαν την κόρη του Αιόλου.

Θάλασσά μου,

διάταξε τους ανέμους να ησυχάσουν,

να γίνει για λίγο καλοκαίρι ο Ιανουάριος

και να εξασθενίσουν οι λυσσασμένοι βόρειοι και νότιοι άνεμοι.

Μποφόρ, που μου μιλούσε η γιαγιά μου και βορειοδυτικοί άνεμοι,

νοτιάδες και καταιγίδες

κοπάστε, να γίνει καλοκαίρι ο Ιανουάριος,

ώσπου η δική μας Αλκυόνη να κλωσήσει τα αυγά της.

Και εγώ, σκληρή μου χαρά, βαλσαμωμένη θα σε κρατήσω,

σαν καταστηματάρχης.

Να μου φέρεις γούρι και πολλά πλούτη,

Και εγώ, άγιοι τόποι, σαν χωριάτης

αρωγό θα σας έχω,

για να μην πέφτει αστροπελέκι

στα σπίτια δίχως στέγη.

Μου στοίχισε και μου στοιχίζει.

 

Μου στοίχισε και μου στοιχίζει,

που χρόνια τώρα δεν σε ακουμπάω.

Που πέταξαν το ντύσιμο σου

από πάνω μου.

Δεν φρόντισα να συνταιριάξω 

με το δέρμα και την συνουσία σου.

Διαμορφώνω εξ αποστάσεως

τις ανάγκες του σώματός μου

με την μορφή σου.

Συγνώμη. Είναι τόσο αργά, νυστάζω

και βλέπω να αποκοιμάμαι απάνω σου.

Λυπημένη θάλασσα.

 

Λυπημένη θάλασσα,

που ξεπλένεις τα συντρίμμια 

και τα πλεούμενα κουφάρια

του σκοτωμένου έρωτα μας.

 

Δεν υπάρχει καυτή φλόγα κάτω από το κύμα

και το βογκητό της γέννας.

 

Η αγάπη είναι στην σάρκα,

που ξαρμύρισε από την δίψα.

 

Και γίνεται φιλί,

που κεντρίζει κάτω από τα μαξιλάρια.

Έτσι ζούνε οι άνεμοι.

 

Έτσι ζούνε οι άνεμοι.

Μοιάζουν γεμάτοι μυστήρια.

Σέρνουν τα φορτωμένα σύννεφα

και τα αδειάζουν στο κεφάλι σου.

Άνεμοι που θέλουν να προειδοποιούν

κάτι το κρυφό, κάτι το πολύτιμο, κάτι το άπειρο.

Θυμώστε, σφυρίξτε, ουρλιάξτε, όσο μπορείτε, μαζί μου.

Ρίξτε δέντρα, σκεπές και γκρεμίστε τοίχους.

Μεταξύ εσένα και εμένα.

Έτσι ζούνε οι άνεμοι. Έτσι ζούμε και εμείς.

bottom of page