top of page

Στην παλιά μου γειτονιά.

 

Στην παλιά μου γειτονιά

δεν υπάρχει κανένας, που να υπακούει

και να προστάζει.

Δεν υπάρχει κανένας, να κλείσει την πίσω πόρτα του φτωχικού μου.

Μαχαλάς κυκλικών κινήσεων αστερισμών,

που γειτονεύουν με το μικρό μου σύμπαν.

 

Είδα την αλήθεια να μην αντέχει

την αφομοίωση ενός κατηφορικού μονοπατιού.

 

Είδα την σκιά να σκεπάζει

τα στενά σοκάκια του στεναγμού,

σαν να φοβερίζει την ίδια την ζωή.

 

Άτυχες ζαριές πάνω στο τζάκι του σπιτιού μου.

Δεν υπάρχει καμιά ουσία,

που να κρατά αναμμένο το καντήλι μου,

αλλά εγώ λειτουργώ μέσα σας

και διαφεύγω.

Δε θα έρθω απόψε.

 

 Δε θα έρθω απόψε.

Στερέωσε το δικό μου φως στο άβατο

και γύρνα τον τροχό του χρόνου.

Θάλασσα, που πίνω τα βράδια

και δεν τελειώνει.

Μη χαθούμε πάλι στον Πάνα και στην Εύα.

Ποιος κραδασμός να με ξυπνήσει

στο παλιό, νεκρό παιχνίδι;

Μην αφήνεσαι άβουλη στα παλιά περάσματά μας,

αφουγκράσου το στερέωμα στο ξοπίσω

και μην κατρακυλάς

στο βαθύ, ολοσκότεινο πηγάδι,

σαν άδεια μήτρα.

Είναι αργά. Κλείσε την αυλόπορτά σου.

Εκεί πέρα, στα βάθη και στο άγνωστο.

 

Εκεί πέρα, στα βάθη και στο άγνωστο,

αντιστέκεται και τσακίζεται ο ήλιος

πάνω στα κάστρα.

Σπαράγματα αστραπών, που ανοίγουν το σκοτάδι

και στοιχειώνουν εικόνες στα μάτια των αδύναμων.

Νεφελώδεις καιροί, άνεμοι και μποφόρ

σέρνουν τις μέρες μας βουβές.

Μέσα σε ένα μακρινό, ψίχουλο όνειρο

ζούμε, πεθαίνουμε και ζωντανεύουμε πάλι

με δόντια κλειδωμένα,

σαν πανικόβλητα ζώα.

Πέτα από πάνω σου αυτό το ύφος.

 

Πέτα από πάνω σου αυτό το ύφος.

Το άγαλμα του γλύπτη.

Σε είδα στους δρόμους της μοίρας.

Πίσω από τα γυαλιά, που μόλις δοκίμασα να φορέσω.

Σε είδα να σπεύδεις το τρέξιμο σου

και να ακολουθείς τα βήματά μου.

Με πρόλαβες και έγινες σαρωτής του ουρανού μου.

Και εγώ, για λίγο πρωτότοκος,

να χτυπάω το στήθος σου, σαν βράχος.

Παίζω αργά τα βράδια σκάκι.

 

Παίζω αργά τα βράδια σκάκι.

Μόνος μου.

Βάζω απέναντι

τους άγραφους κανόνες

με τους τσακισμένους, χτενισμένους στίχους.

Κοιτάζω τον μάρτυρα μου.

Ξεσκέπαστα δόντια.

Και αντί για ήχο,

πέφτει από τα μάτια του

μια σταγόνα μελάνι.

Η πόλη μου έπεσε.

 

Η πόλη μου έπεσε.

Μοιάζει με σχισμένα νέφη.

Δαγκωμένα βουνά, νερό και αντάρα.

Το παλιό μου σακάκι

στάζει ακόμα βροχή.

Μέσα από τα σκοτεινά παράθυρα

δε με βλέπει κανείς.

Και εσύ φυλακισμένη

στα πόδια του φεγγαριού.

Ό, τι κι αν αγγίξω, γίνεται εσύ.

 

Ό, τι κι αν αγγίξω, γίνεται εσύ,

και ό, τι δικό σου χάσω, γίνεται μαρασμός και αμαρτία.

Η μισή μου ζωή πέρασε τραγουδώντας για σένα.

Με πόνο και όχι με πλάνη.

Λαμπαδιάζεις, όταν έρχομαι στο προαύλιό σου,

καίγεσαι και διαλύεσαι.

Μην έρχεσαι πάντα από πάνω,

γιατί με το φως σου ξελογιάζεις την κυριαρχία μου

Έκοψα ένα δυόσμο.

 

Έκοψα ένα δυόσμο

και σου το φόρεσα φωτοστέφανο.

Δύο φύλλα δυόσμο,

για την χαρά που μου έδωσες

σε τόσους ατέλειωτους χειμώνες.

Άρωμα και τρυφερότητα,

που κόπηκε στα πρώτα φυσήματα του βοριά.

Σπάσιμο που θέλει

το κεφάλι μου.

bottom of page